-
1 φανερός
φανερός, bei Eur. auch 2 Endgn, offenbar, einleuchtend; zuerst bei Pind., φανερὰ ὁδός Ol. 6, 73, vgl. 13, 98; Her. εἰ φανεροὶ ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι, wenn sie in Hellas sichtbar geworden wären, 1, 146; ἔχει πάντα φανερά 3, 24; οὐσία Is. 6, 30, Ggstz des Geldes, u. oft; vgl. Dem. 5, 8; φανερὰν κεκτῆσϑαι τὴν οὐσίαν, μηδὲν φανερὸν ἐν τῇ πόλει κεκτῆσϑαι Din. 1, 70; auch bekannt, berühmt, πόλις, Xen. Cyr. 7, 5,58. – Am gewöhnlichsten mit dem partic. construirt, ὃς πρότερον ἀποσπεύδων ἐφαίνετο, τότε ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Her. 7, 18, es war offenbar, daß er; und so oft bei Plat., φανερὸς εἶ σοφιστὴν οὐχ ἑωρακώς, Soph. 239 d Rep. I, 388 a; Xen. An. 1, 6,8 Cyr. 1, 6,24; φανερὰ γὰρ ἐπ' αὐτῷ πτερόεσσ' ἦλϑε κόρα Soph. O. R. 507; Tr. 858; Eur. oft; κατὰ τὸ φανερόν Ar. Th. 525; πάντων φανερώτατος Βρασίδας ἐγένετο Thuc. 4, 11; φανερὸν γενέσϑαι Plat. Rep. II, 360 a u. öfter, wie Folgde; auch φανεροὶ γίγνονται ὅτι ποιοῦσι, Xen. Cyr. 2, 2,12, wie Pol. 10, 18, 4 u. Sp. – Als selbstständiger Satz steht auch φανερὸν δέ· – γάρ, zum einleuchtenden Beweise dient, daß –, s. Wolf Dem. Lpt. p. 225. – Ἐκ τοῦ φανεροῦ, = adv. φανερῶς, Her. 8, 126. 9, 1, der auch φανερῶς ἀποϑανεῖν sagt, 9, 71, welches adv. auch Aesch. Prom. 1092 Eum. 913 hat, wie Soph. El. 822; Ggstz λάϑρα, Plat. Conv. 182 d Legg. VIII, 838 d; ἐν τῷ φανερῷ Xen. An. 1, 3,21.
-
2 φανερος
1) видимый, зримый, заметныйἔχειν πάντα φανερά Her. — быть видимым во всех своих частях;
εἰς φανερὰν ὄψιν βαίνειν Eur. — обнаруживать себя, показываться;τοὔργον παρέσται φανερόν Soph. — это будет видно;φανερὰ οὐσία Isae., Dem. — видимое, т.е. недвижимое имущество;τὸν σῖτον ἐς τὸ φανερὸν φέρειν Thuc. — публично объявить о своих хлебных запасах;ὑπ΄ οὐδενὸς φανεροῦ Plut. — без всякой видимой причины2) открытый(ὁδός Pind.)
φανεραὴ ἐσβολαὴ ἐς Αἴγυπτον Her. — свободные подступы к Египту;αἱ φανεραὴ πηγαί Thuc. — открытые источники3) открытый, очевидный, явный(ἔχθρα πρός τινα Thuc.)
τέν ψῆφον φανερὰν φέρειν или τιθέναι Plat. — голосовать открыто (явно);ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι ἐς πόλιν Her. — известно, что они пришли в город;ὅσα μέ φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Xen. — неясно было, что он об этом думает;ἐκ τοῦ φανεροῦ Thuc., Xen. — открыто, явно;αἱ ἐς τὸ φανερὸν λεγόμεναι αἰτίαι Thuc. — открыто называемые причины;ἐν τῷ φανερῷ Thuc., Xen., Plat. — открыто, публично, всенародно;κατὰ τὸ φανερὸν εἰπεῖν Arph. — высказаться во всеуслышание4) видный, выдающийся, славныйπόλις ἥ μεγίστη τῶν φανερῶν Xen. — величайший из славных городов
См. также в других словарях:
Βρασίδας — (; – Αμφίπολη 421 π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός στην πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου (431 421 π.Χ.). Η δράση του αναφέρεται κυρίως σε παράτολμες επιχειρήσεις εναντίον των Αθηναίων· στη Μεθώνη το 431, στην Πύλο το 425, όπου σε μια πολεμική … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek